φθεγκτος

φθεγκτος
    φθεγκτός
    3
    [adj. verb. к φθέγγομαι См. φθεγγομαι] звучащий или звучный
    

(τόνος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φθεγκτος" в других словарях:

  • φθεγκτός — ή, όν, Α [φθέγγομαι] αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή …   Dictionary of Greek

  • φθεγκτά — φθεγκτός capable of being sounded neut nom/voc/acc pl φθεγκτά̱ , φθεγκτός capable of being sounded fem nom/voc/acc dual φθεγκτά̱ , φθεγκτός capable of being sounded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγκτῶν — φθεγκτός capable of being sounded fem gen pl φθεγκτός capable of being sounded masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθεγκτόν — φθεγκτός capable of being sounded masc acc sg φθεγκτός capable of being sounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφθεγκτος — θεόφθεγκτος, ον (Α) αυτός που λέχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φθεγκτος (< φθέγγομαι), πρβλ. από φθεγκτος, δύσ φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • προφητόφθεγκτος — ον, Μ αυτός που λέχθηκε από προφήτες, αυτός που περιέχεται σε προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + φθεγκτος (< φθεγκτός < φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • μελίφθεγκτος — μελίφθεγκτος, ον (Α) μελίφθογγος, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθεγκτός (< φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • άφθεγκτος — ἄφθεγκτος, ον (Α) [φθεγκτός] 1. άφωνος, αμίλητος 2. (για τόπους) αυτός στον οποίο κανείς δεν επιτρέπεται να μιλά 3. άρρητος, ανέκφραστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»